- ὀκτάτυπος
- ὀκτά-τῠπος, ἡ,A = ὀκτάτροπος (q. v.), Cat.Cod.Astr.8(3).117.21 (nisi leg. ὀκτάτροπος) ; cf. octotropos, [Manil.]2.969.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτάτυπος — ὀκτάτυπος, ἡ (Α) οκτάτροπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οχτώ) + τύπος] … Dictionary of Greek